- ἀναρμόστως
- ἀνάρμοστοςnot fittingadverbialἀνάρμοστοςnot fittingmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λόξωση — η (AM λόξωσις) [λοξώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξώνω, η λόξευση («ἀναρμόστως ἔχειν τὰ κλίματα διὰ τὴν λόξωσιν», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «λόξωση τής εκλειπτικής» αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα τής εκλειπτικής και τού ουράνιου … Dictionary of Greek